κυπελλοχάρων

κυπελλοχάρων
κυπελλοχάρων
delighting in cups
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυπελλοχάρων — κυπελλοχάρων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που ευχαριστιέται να έχει μπροστά του κύπελλα, δηλ. ο πότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + χάρων (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. λεβητο χάρων, οινο χάρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”